- ὀλιγοστάδιος
- ὀλῐγο-στάδιος [pron. full] [ᾰ], α, ον,A of few stadia, πορθμός Eust.adD.P.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγοστάδιος — ὀλιγοστάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση λίγων σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο) + στάδιον (πρβλ. οκτω στάδιος)] … Dictionary of Greek
ὀλιγοστάδιον — ὀλιγοστάδιος of few stadia masc acc sg ὀλιγοστάδιος of few stadia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek